- πυργώδης
- πυργ-ώδης, ες,= πυργοειδής,A towering, S.Tr.273.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυργώδης — ες / πυργώδης, ῶδες, ΝΑ [πύργος] όμοιος με πύργο, πυργοειδής … Dictionary of Greek
πυργώδους — πυργώδης towering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
pyrgoidal — pyrˈgoidal, a. rare 0. [f. Gr. πυργο ειδής, πυργώδης tower like (f. πύργος tower: see oid) + al1.] Tower shaped; consisting of a prism having a pyramid of corresponding base on one of its ends. (Cf. pyramidated.) in Cent. Dict … Useful english dictionary